πλευροῦ

πλευροῦ
πλευρόν
rib
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλευρό — το / πλευρόν, ΝΜΑ 1. το πλάγιο μέρος τού ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) 2. η πλευρά, καθένα από τα οστά τού θώρακα 3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • πλευροκόπηση — η, Ν [πλευροκοπώ] στρ. η προσβολή τού πλευρού τού εχθρού με πυρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”